Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)' το βεστιάριο (

См. также в других словарях:

  • βεστιάριο — το (λ. λατ.) 1. ιματιοθήκη, γκαρνταρόμπα σε δημόσιο χώρο: Κάθε αίθουσα εκδηλώσεων πρέπει να διαθέτει και ένα τουλάχιστον βεστιάριο. 2. ο χώρος όπου φυλάσσεται το σύνολο των ενδυμασιών των ηθοποιών ενός θιάσου: Το εθνικό θέατρο έχει το πλουσιότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βεστιάριο — το (Μ βεστιάριον) 1. το σύνολο των ενδυμάτων, ο απαραίτητος ρουχισμός 2. ιματιοθήκη, έπιπλο ή χώρος όπου φυλάσσονται ενδύματα νεοελλ. 1. το σύνολο των ενδυμάτων που διαθέτει ηθοποιός ή θεατρικός επιχειρηματίας 2. ο χώρος του θεάτρου όπου αφήνουν… …   Dictionary of Greek

  • γκαρνταρόμπα — η 1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο 2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)] …   Dictionary of Greek

  • ιματιοθήκη — η (ΑΜ ἱματιοθήκη) ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • γκαρνταρόμπα — η (λ. ιταλ.), χώρος όπου φυλάσσονται τα ρούχα, βεστιάριο, ιματιοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυματολόγιο — το 1. το σύνολο των ενδυμασιών ενός ατόμου, το βεστιάριό του, η γκαρδαρόμπα του. 2. τα σχέδια ή το σύνολο των ενδυμασιών που είναι απαραίτητες σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, τα κοστούμια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»